Στο άρθρο που ακολουθεί, ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας ΜΑΧΗΤΗΣ, Νικόλαος Κανής, καταθέτει έναν στοχασμό για την πορεία και την ηθική αποδόμηση της σύγχρονης δημοσιογραφίας. Ένα κείμενο που προσκαλεί σε αυτοκριτική και υπενθυμίζει τι σημαίνει πραγματικά να είσαι λειτουργός της ενημέρωσης.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ όπως σκέφτονται, έτσι μιλούν. Τα λόγια που εκφέρονται είναι αποτέλεσμα της υπόστασης των εσωτερικών συλλογισμών του νου. Έχουν – επίσης – άμεση σχέση με την ψυχική κατάσταση που βρίσκεται ο ομιλών ή ο γράφων την συγκεκριμένη στιγμή.
Ο ΤΡΟΠΟΣ της εκφοράς του λόγου (γραπτού ή ρηματικού) είναι άμεσα συνδεδεμένος με την καλλιέργεια του ανθρώπου, την ευγένειά του, την ποιότητα του πνεύματός του.
ΣΕ Ο,ΤΙ αφορά την υφή του λόγου, την ικανότητα του χειρισμού του εξαρτώνται από τον βαθμό της γνώσης του καθενός την πρόσβαση που έχει στον γλωσσικό ωκεανό της (κάθε) γλώσσας, εν προκειμένω της απέραντης ελληνικής.
ΑΡΑ η έκφραση του λόγου είναι προϊόν της σκέψης του, η οποία συνδιαμορφώνεται από την ποιότητα της εσωτερικότητάς του, της γνώσης του και το εύρος της μάθησης και της κατοχής της γλώσσας του.
ΟΜΩΣ πάνω όλα αυτά τα προναφερθέντα κυρίαρχο ρόλο στο λόγο του καθενός παίζει η αξιοπρέπεια και το αξιακό βάρος το οποίο καθένας μας διατηρεί στα εσώτερα του χαρακτήρα του.
Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ Γιάννης Μπέζος είπε έναν σοφό λόγο: «Ο πολιτισμός του ανθρώπου φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο απευθύνεται στο σερβιτόρο».
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ο οποίος τα βλέπει όλα και όλους αρνητικά και κατακρίνει τους πάντες, στηλιτεύει τα πάντα, έχει φτωχή πνευματικότητα. Είναι άνθρωπος χαμηλής αυτοεκτίμησης, κι έτσι δεν επιθυμεί κανέναν πάνω από αυτόν, φοβάται τη σύγκριση και προσπαθεί εκ των προτέρων να μειώσει τους πάντες, για να ζει (έτσι νομίζει) σε μία κοινωνία με ασφάλεια, όπου όλοι οι άλλοι θα είναι υπό αυτόν.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ εκείνος ο οποίος γνωρίζει τον εαυτό του, ξέρει μέχρι που φτάνει, αυτοελέγχεται με αυστηρή αυτοκριτική και το μόνο που προσπαθεί είναι να διορθωθεί. Αποδέχεται την ανωτερότητα και την ευρύτητα των όντως μεγάλων ανθρώπων, τους θαυμάζει και δεν προσπαθεί να τους μειώσει, αλλά να τους φτάσει.
ΔΕΝ φοβάται τις συγκρίσεις, διότι γνωρίζει ότι η αυτογνωσία είναι μορφή ταπείνωσης, αφού ενώπιον του Υπερτέλειου Θεού είμαστε όλοι απολύτως ατελείς.
ΤΟΝΙΖΕΙ ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης στο υπέροχο βιβλίο του «ΚΛΙΜΑΞ»: «Εκείνος ο οποίος στις συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλει την γνώμη του, που μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζει ότι νοσεί από τη νόσο του διαβόλου (δηλαδή την υπερηφάνεια). Και αν μεν αυτό γίνεται σε συζητήσεις με ίσους, ίσως να θεραπευτεί κάποτε με την επίπληξη των μεγαλυτέρων. Εάν όμως αυτό συμβαίνει σε συζητήσεις με μεγαλύτερους ή πιο σοφούς, τότε το πάθος του είναι ανθρωπίνως αθεράπευτο».
***
ΛΙΓΟ μετά την μεταπολίτευση, ανεφύη μία κάστα ανθρώπων, ένα μεγάλο μέρος της λεγόμενης 4ης εξουσίας, της λεγόμενης δημοσιογραφίας και άρχισε να πρωταγωνιστεί δίπλα στην πολιτική και στο οικονομικό κατεστημένο. Προϊόντος του χρόνου, η κάστα απέκτησε μεγάλη δύναμη και άρχισε να απαιτεί, να εκβιάζει (ευσχήμως ή και απροκάλυπτα), να προειδοποιεί. Οι μικροί ηγέτες και οι ενδοτικοί πολιτικοί των εξουσιών που μας κυβέρνησαν, της έδωσαν όσον χώρο επιθυμούσε κι έτσι κατ’ όνομα και μόνο – πλέον – η «δημοσιογραφία» άρχισε να παίρνει μέρος στη λήψη των αποφάσεων, να συνδιαμορφώνει με την ηγεσία τις εξελίξεις.
ΠΙΣΩ απ’ αυτή την ανοίκεια και βδελυρή προσπάθεια της κάστας κρύβονται τα ασίγαστα πάθη για εξουσία και ταχεία συγκέντρωση ανέντιμου χρήματος. Ανελισσόμενοι και έρποντες, δίκην φερέοικου κοχλία, είδαν τις προσπάθειες τους να τελεσφορούν και τα πάθη τους να ικανοποιούνται.
ΣΗΜΕΡΑ τα πράγματα έχουν αλλάξει, προς το κοινό συμφέρον πολιτικής εξουσίας και «δημοσιογραφίας» οι εξουσίες αμείβουν με αστρονομικά ποσά τους αργυρώνητους αυτούς ανθρώπους οι οποίοι υποδύονται τους δημοσιογράφους, ενώ επί της ουσίας εξαπατούν τους πολίτες, μεταφέροντας ως «ενημέρωση» μία ανυπόστατη πραγματικότητα που βολεύει τις χρηματοδότριες κάστες των αφεντικών τους.
Η ΔΙΑΦΟΡΑ αυτής της νέας τάξης των δημοσιογραφούντων με τους παλιούς δημοσιογράφους δεν είναι μόνο η απεμπόληση κάθε έννοιας αξιοπρέπειας για χρήμα, δόξα και εξουσία, αλλά η βαθύτερη νοοτροπία, οι βασικές αρχές, τα «πιστεύω» και ο αξιακός προσδιορισμός που οφείλει να έχει κάθε άνθρωπος.
ΕΙΝΑΙ οφθαλμοφανές ότι η κάστα αυτή – τηλεοπτικών, ραδιοφωνικών και έντυπων δημοσιογράφων –η οποία συζεί και πλουτίζει από τη συνύπαρξη με την πολιτική και το χρήμα, δεν ανήκει στην οικογένεια της δημοσιογραφίας. Δεν ασκεί δημοσιογραφία. Προσβάλλει και λερώνει το όνομα της δημοσιογραφίας στη συνείδηση του κόσμου, και το χειρότερο είναι ότι δεν εργάζεται για τη δημοσιογραφία, αλλά για την παραπληροφόρηση και τύφλωση του λαού και τα συμφέροντα των δυναστών του κόσμου.
- Η δημοσιογραφία καταγράφει και μεταδίδει στο κοινό τα γεγονότα. Δεν παράγει ανύπαρκτα γεγονότα, ψευδείς ειδήσεις.
- Η δημοσιογραφία ελέγχει την πολιτική εξουσία. Σε περίπτωση ατασθαλιών ή ανομιών ανελκύει στο φως την απάτη. Δεν κουκουλώνει και δεν αλλοιώνει, δεν εξαγοράζεται.
- Η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα. Τουλάχιστον ήταν στην πρώτη, αυθεντική, γνήσια μορφή της. Εξ ου και δεν υφίσταται για τα συμφέροντα των δημοσιογράφων, αλλά για τα συμφέροντα του κόσμου.
- Η δημοσιογραφία είναι η φωνή αυτών που δεν μπορούν να εκφραστούν, να φωνάξουν. Είναι η γνώμη όσων δεν τους επιτρέπεται να μιλήσουν.
- Η δημοσιογραφία δεν κρίνει, δεν σχολιάζει και δεν γνωμοδοτεί για να υπηρετεί τα συμφέροντα της πολιτικής και τις παράνομες δουλειές κάποιων επιχειρηματιών. Κρίνει, σχολιάζει, γνωμοδοτεί για να υπηρετεί την είδηση στην πραγματική της διάσταση, να φωτίζει τα γεγονότα, να προωθεί ιδέες, να στηρίζει αξίες, να εμπλουτίζει τη σκέψη. Η δημοσιογραφία ακτινοβολεί αλήθεια, αξιοπρέπεια, σοβαρότητα, τιμιότητα. Καταυγάζει. Λάμπει.
- Η δημοσιογραφία δεν δημιουργεί ειδήσεις. Διαχειρίζεται τις ειδήσεις. Ο δημοσιογράφος δεν είναι –ούτε επιθυμεί να είναι – διάσημος. Δεν είναι εξουσία. Διαχειρίζεται τις πράξεις, τις επιδιώξεις και τη λειτουργία της εξουσίας. Αυτό είναι το υλικό της εργασίας του.
ΔΕΝ είναι αμετροέπεια η δημοσιογραφία. Είναι σύνεση. Δεν είναι αδολεσχία. Είναι σαφήνεια, ενάργεια. Είναι αξιοπρέπεια. Δεν είναι φτήνια, μικροπρέπεια, εκδικητικότητα. Είναι σοβαρότητα, ποιότητα, εγκράτεια.
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ κατακεραυνώνει, αποκαλύπτει, στηλιτεύει με δριμύτητα πολιτικά και οικονομικά εγκλήματα, όμως γνωρίζει το μέτρο και το όριο, τα οποία τίθενται κατά περίπτωση. Έτσι, δεν σπαταλάται ασχολούμενη με μικροπρέπειες ούτε χάνει τον καιρό της με ευτελή γεγονότα, κουτσομπολιά επί το λαϊκότερον.
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ δεν είναι (όπως κακώς συζητείται και θεωρείται ευρέως) η 4η εξουσία. Δεν είναι καν εξουσία. Είναι δύναμη. Είναι εργασία σκληρή, διαρκής, υπεύθυνη. Είναι μέλημα και έγνοια πέρα και πάνω από κάθε εξουσία, χωρίς όρους και όρια. Δεν είναι αφέντης κανενός. Είναι υπηρέτης των αναγκών της κοινωνίας, της προάσπισης των συμφερόντων της.
ΣΤΗΝ ΥΓΙΗ μορφή της η δημοσιογραφία δεν έχει – ούτε επιθυμεί να έχει – σχέσεις με την κακώς εννοούμενη «κοσμικότητα», με τους δύστυχους… γκλάμουρ, με τους αξιολύπητους… σελέμπριτις. Δεν έχει σχέσεις με συναλλαγές, με μπίζνες, με υπόγειες και παράνομες διαδρομές.
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ δεν έχει διάφορα πρόσωπα ανάλογα με το πού απευθύνεται. Δεν είναι «κι από δω κι από κει». Δεν εκφράζεται διαφορετικά στους «ημέτερους», διαφορετικά στους αντιθέτως σκεπτόμενους ή πολιτικά αλλογενείς. Η δημοσιογραφία είναι μία. Αληθινή, διεισδυτική, αποκαλυπτική, δίκαιη, ποιοτική, απρόβλεπτη, ανυπότακτη, άκρως δυσεπίσχετη. Και σε όποιον αρέσει.
***
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, μαγνητισμένοι από τα φώτα της αναγνώρισης και της αίγλης, σπρωγμένοι από το πάθος της εξουσίας και του πλουτισμού, όλο και περισσότεροι «φερέλπιδες» εισέρχονται στον ταλαιπωρημένο χώρο της δημοσιογραφίας. Με ανεπαρκείς γνώσεις, με αδιευκρίνιστες επιδιώξεις, με ακαλλιέργητα πνεύματα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αναξιοπρέπεια από την προσπάθεια πλουτισμού μέσω της ανήθικης άσκησης της δημοσιογραφίας. Όμως, η καλπάζουσα ασθένεια της εθνικής μας παιδείας τους χωράει όλους.
ΠΡΟ ετών, η δημοσιογραφία λειτουργούσε μέσα σε ένα πεδίο μετριότητας. Τώρα η μετριότητα έδωσε τη θέση της στην ανεπάρκεια. Και το χειρότερο είναι ότι η ανεντιμότητα, η οποία κάποτε χαρακτήριζε κάποιους, σήμερα έρχεται ταχέως, πλημμυρίζοντας το σύνολο του έντυπου και ηλεκτρονικού λόγου. Σε ό,τι, δε, αφορά τη χρήση της εκφραστικότερης και πλουσιότερης γλώσσας στον κόσμο, της ελληνικής, ε, αυτή βιάζεται καθημερινά από την επικρατούσα λεξιπενία και την προωθούμενη χρήση της κενολογίας.
ΟΜΩΣ το χειρότερο δεν είναι η αγραμματοσύνη που σπέρνουν ούτε η επιδερμική προσέγγιση και η παντελής απουσία γνώσεων στα θέματα με τα οποία ασχολούνται. Είναι η διαρκής αναξιοπρέπεια με την οποία συμπεριφέρονται στο λειτούργημα της δημοσιογραφίας, η οποία όλο και πληθαίνει. Είναι η απουσία προτύπων και η αναγνώριση της γελοιότητας ως αυθεντίας. Είναι ο ευτελισμός, ο εξ – ευτελισμός της δημοσιογραφίας, η μετάλλαξή της σε λειτουργία αρχών μαφίας και εν τέλει η οριστική εξαφάνισή της από τις κοινωνίες των ανθρώπων. Τις κοινωνίες των πολιτισμένων χωρών.
ΤΕΛΟΣ, είναι η οδυνηρή απουσία δασκάλων με αρχές και αξίες, ανθρώπων οι οποίοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν πνευματικά πρότυπα, να εμπνεύσουν τους νέους, να τους αποτρέψουν από κάθε είδους διαπλοκή με οποιαδήποτε εξουσία, να επαναφέρουν τη σχέση δημοσιογραφίας – κοινωνίας στο αξιακό ύψος που της αξίζει.
ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ότι η δημοσιογραφία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη Δημοκρατία. Έχει άμεση σχέση με το πνεύμα το οποίο προσπαθεί να μείνει ελεύθερο, αντιστεκόμενο στο σκοτεινό «πνεύμα» της εκάστοτε εξουσίας, το οποίο πάντα επιθυμεί τη διαιώνιση της εξουσίας των ολίγων. Δυστυχώς, το υψηλό λειτούργημα της δημοσιογραφίας κατάντησε σήμερα να είναι η «γλοιώδης κόλλα», η σιλικόνη στους αρμούς των εκφάνσεων της πολιτικής, της τέχνης, των παρεκκλινόντων εκφραστών της πολεμούμενης Ορθοδοξίας.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ εύκολο πράγμα να λες ότι είσαι, και να είσαι δημοσιογράφος. Έχεις να παλέψεις με θηρία. Με παγιωμένες πολιτικές, με κατεστημένα, με οικονομικά συμφέροντα που δεν ορρωδούν κατά καμίας δύναμης, με την ανομία, την αδικία, τον στρουθοκαμηλισμό των «υπεύθυνων» και τον ελεφαντισμό των «ανεύθυνων», με την προπαγάνδα, με τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, με το ψέμα, το δήθεν, την κοινωνική αλλοίωση, η οποία είναι αποτέλεσμα όλων των παραπάνω. Αλλοίωση και σήψη παντού.
ΜΑΖΙ με όλα αυτά έχεις να αντιμετωπίσεις την αυτόκλητη και εγκάθετη «δημοσιογραφία» με τα φερέφωνα και τις καρικατούρες, με όλο αυτό το αηδιαστικό καραγκιοζιλίκι που πρωταγωνιστεί στον χώρο και μολύνει με τη λειτουργία του την πρωτογενή, την αμιγή έννοια της δημοσιογραφίας.
ΜΑ ΠΙΟ πολύ έχεις να παλέψεις με τον ίδιο σου τον εαυτό, με τις επιρρέπειες και τις αδυναμίες σου. Να αντισταθείς, να μην υποκύψεις. Να μείνεις αυτό που οφείλεις να είσαι, αυτό που η συνείδηση απαιτεί να είσαι. Δηλαδή η φωνή αυτών που δεν έχουν φωνή, η γνώμη αυτών που δεν τους επιτρέπουν να εκφραστούν.
***
«Σου εξοφλούμε όλα τα δάνεια, τα χρέη σε ΔΟΥ, ΙΚΑ και σου καταθέτουμε ένα ποσό που εσύ θα μας πεις στην τράπεζα… (παραλείπω το όνομά της). Εσύ υποχρεούσαι να πράττεις απαρεγκλίτως τα ακόλουθα».
Αυτή ήταν συνοπτικά η πρόταση η οποία δέχθηκε κάποιος δημοσιογράφος πριν χρόνια.
Η… υποχρέωσή του συνίστατο στην απόλυτη απεμπόληση αρχών, αξιών, πιστεύω. Επί της ουσίας, του ζητούσαν να τους πουλήσει τη συνείδησή του, ολόκληρη τη φιλοσοφία της ιδεολογίας του ως άνθρωπος, τον πνευματικό εαυτό του.
Όταν γύρισε στο σπίτι του, κοίταξε στον καθρέφτη της εισόδου το πρόσωπό του, το «κατ’ εικόνα», κι ευχαρίστησε τον Τριαδικό Θεό που του έδωσε τη δύναμη.
Αγκάλιασε τις μικρές τότε κόρες του κι ένιωσε σε όλο του το είναι την εκρηκτική δύναμη, την οποία χαρίζει Εκείνος στους πιστούς στο θέλημά Του.
«Και δεν νομίζεις ότι είναι απλά μία ισχυρή δύναμις, αλλά ωσάν μίας άλλης ζωής αίσθησις, άγνωστος και άγευστος εις τους μη ειδότας τοιαύτα». (Άγιος Ιωσήφ Ησυχαστής, Άγιον Όρος, † 1959).





