
Ένα διήγημα της Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου, λογοτέχνιδος και φιλολόγου, υπό τον τίτλο “Πρωινές πινελιές”, το οποίο αποτυπώνει με παρατηρητικότητα και ευαισθησία μικρές στιγμές της ζωής στην πόλη, αναδεικνύοντας την ανθρώπινη ποικιλομορφία, τις σχέσεις και τα καθημερινά συμβάντα που συνθέτουν την πραγματικότητα γύρω μας.
Σε πολλές περιπτώσεις μού έχει τύχει να ανατραπεί εντελώς το πρόγραμμα μιας μέρας, για κάποιο λόγο. Ξύπνησα με πολλή διάθεση, να κάνω στο σπίτι κάποια πράγματα και να βγω στην αγορά της πόλης για προγραμματισμένες υποχρεώσεις. Χτυπάει το τηλέφωνό μου και βλέπω πως με καλούν από την υπηρεσία που εθελοντικά δουλεύω κάποια πρωινά. Με παρακαλάει η υπεύθυνη να κατεβώ στις δέκα, για να βοηθήσω, μια και η άλλη εθελόντρια έχει κάποιο πρόβλημα και αδυνατεί να κάνει τη βάρδια της. Το σκέφτομαι για λίγο, αλλά τελικά απαντώ θετικά. Δέχομαι θερμές ευχαριστίες, ετοιμάζομαι και περπατάω είκοσι λεπτά, για να φτάσω στον προορισμό μου. Οι δουλειές που είχα προγραμματίσει αναβάλλονται και εγώ επί το έργον.
Όμορφη μέρα Φθινοπώρου, ο ήλιος μεσουρανεί, η ζωή συνεχίζεται όμως δεν υπάρχει κίνηση, τουλάχιστον στην υπηρεσία που είμαι εγώ. Βγάζω απ’ την τσάντα μου ένα βιβλίο κι αρχίζω να διαβάζω. Δίπλα η καφετέρια γεμάτη, φασαρία πολλή, φωνές, πειράγματα, γέλια, ηχορύπανση. Τ’ αυτιά μου βουίζουν, αποφασίζω να κλείσω το βιβλίο, κάνω βόλτες στο χώρο, παρατηρώ τα πάντα. Εικόνες πολλές, συνηθισμένες ή παράξενες, η καθημερινότητα στο μεγαλείο της, η κρίση…ίσως κι αυτή, οικονομική ή αξιακή.Πολύ κοντά μου περνάει πορεία εργαζομένων, με πανό και συνθήματα κατά των μέτρων της κυβέρνησης. Οι θαμώνες του καφέ αδιάφοροι, οι διερχόμενοι τους κοιτάζουν σαν εξωγήινους και προχωρούν. Ο γιος μιας φίλης μου κρατάει μια ανθοδέσμη, με πλησιάζει, μου μιλά ευγενικά, είναι χαρούμενος, που απέκτησε το πρώτο του παιδί και πάει τα λουλούδια στη γυναίκα του. Ένα κοριτσάκι οκτώ χρονών περίπου μου ζητάει χρήματα, της λέω γιατί δεν πάει σχολείο και δε μου απαντά, δέκα μέτρα πιο πέρα την παρακολουθεί ένα ζευγάρι. Είναι οι γονείς της. Μια μοναχή κατηφορίζει, κρατώντας μια μαύρη δερμάτινη τσάντα στο χέρι. Κάτω απ’ το σχεδόν καλυμμένο πρόσωπό της διακρίνω μια σπάνια ομορφιά! Γιαγιάδες βγάζουν βόλτα τα μικρά τους εγγόνια, μια κι ο καιρός είναι ακόμη ζεστός. Χτυπά το τηλέφωνό μου.
Η κολλητή μου φίλη με ενημερώνει πως θα μπορέσει να μου κάνει παρέα μετά τη μία κι έτσι η μοναξιά μου συνεχίζεται. Ένα ζευγάρι νέων δείχνει τον έρωτά του, αδιαφορώντας για τα βλέμματα των περαστικών. Κι έπειτα δυο ηλικιωμένοι, που ο ένας κρατάει τον άλλο βαδίζουν με τη βοήθεια μιας μαγκούρας. Φαίνονται ταλαιπωρημένοι, μα προσπαθούν, υποθέτω πως πηγαίνουν σε κάποιο γιατρό ή σε φαρμακείο. Ένας ιερέας κάνει βόλτες πάνω κάτω και τηλεφωνεί. Μετά από κάμποση ώρα στέκεται στο απέναντι κτίριο και περιμένει. Στη γωνία της απέναντι οικοδομής μια νέα γυναίκα κάθεται σταυροπόδι, κρατάει αγκαλιά το μωρό της και ζητιανεύει. Κάπου είκοσι μαθητές Γυμνασίου με τις τσάντες στους ώμους και τη συνοδεία της καθηγήτριάς τους προχωρούν προς τη δημοτική Πινακοθήκη κι είναι χαρούμενοι και ζωηροί τόσο, που εξαγριώνουν τα αδέσποτα σκυλιά και αναστατώνουν το κέντρο. Μια συνάδελφος μού φέρνει το προσκλητήριο γάμου της κόρης της. Χαίρομαι πάρα πολύ για το κορίτσι, της προτείνω να την κεράσω κάτι από δίπλα, αλλά βιάζεται πολύ. Φεύγοντας ανταλλάσσουμε ευχές. Κάποιοι κύριοι και κυρίες, με τσάντες και όμορφα ρούχα περνούν βιαστικοί, ίσως είναι δικηγόροι που πηγαίνουν σε διάφορες δουλειές ή στα δικαστήρια. Ένας μικροπωλητής πουλάει το εμπόρευμά του , μα οι περισσότεροι αδιαφορούν για την πραμάτεια του. Στον κάδο σκουπιδιών παρακολουθώ με απορία και αγανάκτηση κάποιο γνωστό, που ψάχνει. Δεν ήξερα πραγματικά πως κι εδώ συμβαίνουν αυτά, πως μέρα μεσημέρι στο κέντρο της πόλης συμπολίτες μας ψάχνουν στα σκουπίδια, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις των άλλων! Ένας ψηλός κύριος με κάποιους άλλους γύρω του προχωρούν προς την πλατεία, είναι ίσως τοπικός παράγοντας (ποτέ δε λείπουν αυτοί από την πιάτσα). Παρατηρώ ένα νεαρό, που τους σταματά και ζητάει χρήματα για τη δόση του. Εκείνοι κάτι του λένε και τον προσπερνούν.
Έρχεται σε λίγο η υπεύθυνη της υπηρεσίας και μου δίνει να κάνω κάποιες δουλειές, έτσι τελειώνει το παρατηρητήριο. Κοντεύει μία και η υπεύθυνη είναι ακόμη μαζί μου. “Σε δέκα λεπτά μπορείς να φύγεις, θα μείνω εγώ, να συνεχίσω. Σε ευχαριστούμε πολύ ,που ήρθες αμέσως, αν και δεν ήταν η μέρα σου”. Προσπαθώ να της πω πως με χαρά μου το έκανα, μια και δεν είχα κάτι σπουδαίο σήμερα. “ Η εθελοντική προσφορά είναι μεγάλο πράγμα για τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Σήμερα τα πράγματα όσο πάνε και χειροτερεύουν, στην υπηρεσία μας υπάρχει θέμα, γιατί πολλές εθελόντριες αποσύρθηκαν για διάφορους λόγους, επομένως η προσφορά σου είναι αξιοθαύμαστη”, μου απαντάει και συνεχίζει να δουλεύει. Τα δέκα λεπτά έχουν σχεδόν περάσει και βλέπω την κολλητή μου να μου κάνει απέξω νόημα να φύγω. Χαιρετάω την κυρία, που με ευχαριστεί για άλλη μια φορά και ανανεώνουμε το ραντεβού μας για επόμενη βάρδια. Με την κολλητή μου δε λέμε πολλά, έχουμε συνεννοηθεί να επισκεφτούμε τη Δημοτική Πινακοθήκη, που φιλοξενεί έργα ζωγραφικής γνωστών ντόπιων ζωγράφων. Ζωγραφίζει κι εκείνη και φιλοδοξεί κάποτε τα έργα της να πάρουν τη θέση που τους αξίζει. Έτσι λέει, εγώ βέβαια το εύχομαι, αλλά δεν έχω ιδέα από αυτή την τέχνη. Γνωρίζω μόνο λίγα πράγματα από τα κεφάλαια της Ιστορίας , που αναφέρονταν στην Τέχνη κάθε εποχής.
Φτάνοντας στην Πινακοθήκη, γνωρίζουμε εγκάρδια υποδοχή από την υπεύθυνη της έκθεσης, που τυχαίνει να είναι γνωστή. Μας δίνει ένα φυλλάδιο και μας ξεναγεί, μαζί με ένα σχολείο της πόλης, που εκείνη την ώρα ήρθε να δει τους ντόπιους ζωγράφους. Με εντυπωσιάζει το ενδιαφέρον των μικρών μαθητών και η προσοχή τους! Πολλοί από αυτούς έχουν ετοιμάσει και ερωτήσεις, είναι εξαιρετικοί και παίρνουν συγχαρητήρια. Γράφουμε κι εμείς στο βιβλίο των εντυπώσεων και βγαίνουμε στην αγορά. Έχει μεσημεριάσει, ώρα να μαζευτούμε σπίτι. Κατά το “μια εικόνα χίλιες λέξεις” η ζωή ενός λαού στο προσκήνιο. Άνθρωποι προβληματισμένοι και σκεπτικοί, ερωτευμένοι κι απογοητευμένοι, εργαζόμενοι και άνεργοι, εύποροι και ζητιάνοι, αξιοπρεπείς και αδιάντροποι, θρασείς και ταπεινοί, συμβιβασμένοι κι επαναστάτες, εργασιομανείς και αργόσχολοι,αισιόδοξοι και απαισιόδοξοι, βαθιά θρησκευόμενοι και άθεοι. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, πνευματικού επιπέδου και κοινωνικής τάξης, άνδρες και γυναίκες, όλοι μαζί σε ένα σύνολο. Προσπαθούν να επιβιώσουν ο καθένας με τα όπλα που διαθέτει, γιατί για τον καθένα η ζωή έχει προορισμό και νόημα.
Η φίλη με ρωτάει πόσο ακόμη σκέφτομαι να προσφέρω εθελοντική υπηρεσία, μια και δε βρήκε αρκετό το χρόνο, να πούμε όσα ήθελε. “Όσο μπορώ φυσικά και κάνω κάτι για τους συνανθρώπους μου , θα το κάνω. Θα βρούμε εμείς τρόπο να τα ξαναπούμε, μην ανησυχείς, άλλωστε καθημερινά δεν επικοινωνούμε, έχεις παράπονο; Σε κάποια πράγματα οφείλουμε να βάζουμε όρια, να τηρούμε προτεραιότητα, να κρατάμε ισορροπίες, δε συμφωνείς;”. Φυσικά συμφώνησε , τι άλλο να έκανε. Μου είπε όμως με αγωνία “όταν θα έρθεις σπίτι μου, θα σου δείξω τις πρωινές μου πινελιές, θα δεις πόσο πιστή αντιγραφή είναι το έργο που ξεκίνησα σε σχέση με το πρωτότυπο”. Τη διέκοψα, λέγοντάς της με ύφος “όχι άλλο αντιγραφές, έμπνευση δική σου θέλω. Εγώ το πρωί είδα πολλές πινελιές στο κέντρο της πόλης, όχι όμως δικό μου έργο, αλλά της φύσης και της ζωής”. Γέλασε κι εδώ συμφωνούμε μου είπε και μου υποσχέθηκε πως θα κάνει και δικά της έργα σιγά – σιγά, μια και κάθε μορφή τέχνης θέλει το χρόνο της, για να ωριμάσει…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το διήγημα ανήκει στο βιβλίο της Κατερίνας Λιβιτσάνου – Ντάνου «ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΝΥΧΤΑ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΒΑΚΧΙΚΟΝ και βραβεύτηκε σε λογοτεχνικό Διαγωνισμό από τις εκδόσεις Ηλιαχτίδα.
ΔΙΗΓΗΜΑ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ ΝΤΑΝΟΥ, ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΝΥΧΤΑ



